ραφαηλικός

ραφαηλικός
-ή, -ό, Ν [Ραφαήλ]
(για πίνακα ζωγραφικής) αυτός που έχει γίνει από τον Ραφαήλ ή από έναν από τους μαθητές ή μιμητές του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”